ψογερός

ψογερός
-ά, -όν, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία τού Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος
αρχ.
(με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψογερῶς ΜΑ
μσν.
με επίρριψη μομφής
αρχ.
με αξιόμεμπτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόγος + κατάλ. -ερός (πρβλ. φλογ-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψογερός — fond of blaming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερά — ψογερός fond of blaming neut nom/voc/acc pl ψογερά̱ , ψογερός fond of blaming fem nom/voc/acc dual ψογερά̱ , ψογερός fond of blaming fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερῶν — ψογερός fond of blaming fem gen pl ψογερός fond of blaming masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερόν — ψογερός fond of blaming masc acc sg ψογερός fond of blaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογεροῖς — ψογερός fond of blaming masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογεροί — ψογερός fond of blaming masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερούς — ψογερός fond of blaming masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερῶς — ψογερός fond of blaming adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψογερώτατος — ψογερός fond of blaming masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίψογος — η, ο (AM ἐπίψογος, ον) εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.) αρχ. ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”